- ἐπαναπαυομένας
- ἐπαναπαυομένᾱς , ἐπαναπαύομαιpres part mp fem acc plἐπαναπαυομένᾱς , ἐπαναπαύομαιpres part mp fem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.